- ξοανουργία
- ξοανουργία, ἡ (Α)ξοανοποιία*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξόανον + -ουργία (< -ουργός < ἔργον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξοανουργίης — ξοανουργία fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)